- τσελβόλ
- τοάκλ. (λ. γερμαν.), τεχνητή υφαντική ύλη που γίνεται από κυτταρίνη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τσελβόλ(ε) — το, Ν άκλ. (χημ. τεχνολ.) εμπορική ονομασία μιας, γερμανικής προέλευσης, τεχνητής υφαντικής ύλης η οποία έχει ως βάση την κυτταρίνη, γνωστή και ως κυτταρόμαλλο, επειδή αποτελεί υποκατάστατο τού μαλλιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < γερμ. Zellwolle < Zelle… … Dictionary of Greek
κυτταρόμαλλο — το χημ. το τεχνητό έριο, αλλ. τσελβόλ … Dictionary of Greek